- γαλβανισμός
- ο1. η γαλβάνιση, η επιψευδαργύρωση.2. η χρησιμοποίηση του συνεχούς ηλεκτρικού ρεύματος για θεραπευτικούς σκοπούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαλβανισμός — ο και γαλβάνισμα, το διεργασία κατά την οποία πραγματοποιείται επικάλυψη ενός σιδηρούχου συνήθως μετάλλου με στρώμα ψευδαργύρου για να προστατευθεί από τη διάβρωση … Dictionary of Greek
γαλβάνιση — η ο γαλβανισμός … Dictionary of Greek
γαλβάνιση — η ο γαλβανισμός, η επιμετάλλωση, η επιψευδαργύρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)